εθελοντήρ

εθελοντήρ
ο
βλ. εθελοντής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐθελοντῆρας — ἐθελοντήρ volunteer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντῆρες — ἐθελοντήρ volunteer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”